- ἔλαθον
- ἔλαθον s. λανθάνω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἔλαθον — λανθάνω escape notice aor ind act 3rd pl λανθάνω escape notice aor ind act 1st sg ἔλᾱθον , λανθάνω escape notice imperf ind act 3rd pl (doric) ἔλᾱθον , λανθάνω escape notice imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek
αλάθητος — η, ο (Μ αλάθητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κάνει λάθη, ο αλάθευτος 2. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο αναμάρτητος 3. αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο αλάνθαστος 4. το ουδ. ως ουσ. το αλάθητο* μσν. αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί… … Dictionary of Greek
βιβλιολάθας — Αυτός που δεν γνωρίζει πλέον πόσα βιβλία έχει γράψει. Ως παράδειγμα β. αναφέρεται o Δίδυμος ο γραμματικός, συγγραφέας 3.500 βιβλίων, τους τίτλους των οποίων δεν μπορούσε να θυμηθεί. * * * βιβλιολάθας, ο (Α) αυτός που έγραψε τόσα βιβλία ώστε να τα … Dictionary of Greek
υποπορεύομαι — Α [πορεύομαι] 1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.) 2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ԱՆԳԷՏ — (գիտի, տաց կամ տից.) NBH 1 0125 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c ա. ἁγνοῶν nesciens, nescius, ignorans Ոչ գիտօղ. տգէտ. անտեղեակ. անհմուտ. անուսումն. տխմար. չգիտցօղ. ... *Զազդ մի զանգէտ եւ զարդար… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
lā-2 — lā 2 English meaning: to be concealed, covered Deutsche Übersetzung: “verborgen, versteckt sein” Note: also lüi and lü[i] dh Material: Gk. λῆτο, λήιτο ἐπελάθετο Hes., due to a *λᾱ Fός “hide, conceal” perhaps λεωργός,… … Proto-Indo-European etymological dictionary